αηδονόλαλος

αηδονόλαλος
η , ο сладкозвучный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αηδονόλαλος" в других словарях:

  • αηδονόλαλος, -η — και ούσα, ο γλυκόφωνος: Όχι γλυκόλαλη, αηδονόλαλη θα πρεπε να την έλεγε κανείς την τραγουδίστρια αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αηδονόλαλος — η ο αυτός που έχει φωνή γλυκιά σαν τού αηδονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + λαλώ] …   Dictionary of Greek

  • αηδονόφωνος — η, ο ο αηδονόλαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + φωνή] …   Dictionary of Greek

  • αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • αηδονόστομος — η, ο αηδονόλαλος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»